🇬🇧 en el 🇬🇷
military service noun |
|
---|---|
|
θητεία, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική υπηρεσία |
Wiktionary Links
- English: military service
military service noun |
|
---|---|
|
θητεία, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική υπηρεσία |